- βάζω τα κλάματα
- [ραζρυχλγιάτ’] ρ αραιώνω το χώμα
Русско-эллинский словарь. 2014.
Русско-эллинский словарь. 2014.
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek